ἀμαχανία

ἀμαχανία
ᾰμᾱχᾰνία
1 despair, helplessness, extremity

ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον O. 5.14

εἶδον τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών P. 9.92

εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.26

ἧλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.10

pl. desperate situations,

δύνασαι δὲ βροτο. ῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν N. 7.97


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμαχανία — ἀμᾱχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc/acc dual (doric) ἀμᾱχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχανίᾳ — ἀμᾱχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl (doric) ἀμᾱχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”